συνίκω

συνίκω
συνίκω [pron. full] [ῑ],
A coincide,

κατὰ τὸν χρόνον τὸν συνίκοντα Inscr.Magn.44.29

(Corc., iii/ii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνίκω — Α (δωρ. τ.) βλ. συνήκω …   Dictionary of Greek

  • ίκω — ἵκω (Α) έρχομαι, φθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Στη λεξιλογική ομάδα τού ἵκω ορισμένοι τ. εμφανίζουν βραχύ ἵ (πρβλ. ικάνω, ικνούμαι), ενώ άλλοι τ. μακρό ῑ (πρβλ. ίκω, ίγμαι). Είναι δυνατόν, λοιπόν, η οικογένεια τού ρ. ἵκω να ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

  • συνήκω — και δωρ. τ. συνίκω και μτγν. δωρ. τ. συνείκω Α 1. έχω έλθει μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. συναντώμαι στο ίδιο σημείο, συμπίπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἥκω «έρχομαι, φτάνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”